υδροφθορικός

υδροφθορικός
-ή, -ό
που παράγεται από την ένωση φθορίου και υδρογόνου: Υδροφθορικό οξύ (το υδροφθόριο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδροφθορικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροφθορικό οξύ» χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροφθορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) fluorhydrique] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”